Ξειναγόρα

Ξειναγόρα
Ξειναγόρᾱ , Ξειναγόρης
masc nom /voc /acc dual
Ξειναγόρᾱ , Ξειναγόρης
masc voc sg (attic )
Ξειναγόρᾱ , Ξειναγόρης
masc gen sg (doric aeolic )

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ξειναγόρα — Ξειναγόρᾱ , Ξειναγόρης masc nom/voc/acc dual Ξειναγόρᾱ , Ξειναγόρης masc voc sg (attic) Ξειναγόρᾱ , Ξειναγόρης masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξειναγόρας — Ξειναγόρᾱς , Ξειναγόρης masc acc pl Ξειναγόρᾱς , Ξειναγόρης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξειναγόραν — Ξειναγόρᾱν , Ξειναγόρης masc acc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”